- μαρκαρισμένος
- η , ο[ν]1) меченый;
μαρκαρισμένοςα ασπρόρουχα — меченое бельё;
2) перен. известный, патентованный;μαρκαρισμένος πορτοφολάς — известный карманник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρκαρισμένοςα ασπρόρουχα — меченое бельё;
μαρκαρισμένος πορτοφολάς — известный карманник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… … Dictionary of Greek
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek
μαρινάρομαι — μαρινάρομαι, μαριναρίστηκα, μαρκαρισμένος βλ. πίν. 54 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαρκάρομαι — μαρκάρομαι, μαρκαρίστηκα, μαρκαρισμένος βλ. πίν. 54 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαρκάρω — και μαρκαρίζω μάρκαρα και μαρκάρισα, μαρκαρισμένος 1. αποτυπώνω πάνω σ ένα αντικείμενο μάρκα, σταμπάρω, επισημαίνω, σημαδεύω: Μάρκαρα τα σακάκια. 2. (αθλητ.), παρεμποδίζω αντίπαλο παίχτη: Μαρκάρει πάντα τον πιο δυνατό παίχτη. 3. μτφ., διακρίνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαδεμένος — η, ο 1. σακάτης: Από σημαδεμένο άνθρωπο τι περιμένεις; 2. μαρκαρισμένος: Σημαδεμένο ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)